- καταλήξω
- καταλήγωleave offaor subj act 1st sgκαταλήγωleave offfut ind act 1st sgκαταλήγωleave offaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαπραγματεύομαι — διαπραγματεύτηκα, κάνω συνεννοήσεις, παζαρεύω, για να καταλήξω σε συμφωνία: Διαπραγματεύεται την αγορά ενός παραλιακού οικοπέδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)